καρπαζώνω

καρπαζώνω
μετ. давать подзатыльник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "καρπαζώνω" в других словарях:

  • καρπαζώνω — καρπαζώνω, καρπάζωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καρπαζώνω — [καρπαζιά] χτυπώ κάποιον με καρπαζιές …   Dictionary of Greek

  • καρπαζώνω — καρπάζωσα, καρπαζώθηκα, καρπαζωμένος, δίνω σε κάποιον καρπαζιές: Τον καρπάζωσα κι έγινε λαγός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρπάζωμα — το [καρπαζώνω] το να καρπαζώνει κανείς ή να καρπαζώνεται …   Dictionary of Greek

  • κατραπακιάζω — και κατραπακίζω κατραπάκιασα και κατραπάκισα, κατραπακιάστηκα και κατραπακίστηκα, κατραπακιασμένος και κατραπακισμένος, δίνω κατραπακιές, καρπαζώνω: Τον κατραπάκιασε τον άντρα της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»